προσεσπέριος

προσεσπέριος
-ον, Α [προσέσπερος]
1. (σχετικά με ώρα, με χρόνο) εσπερινός, βραδινός
2. αυτός που βρίσκεται προς τη δύση, ο δυτικός (α. «τὰ προσεσπέρια τῆς Εὐρώπης», Διον. Αλ.
β. «προσεσπέριοι Λοκροί», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεσπέριος — towards the west masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπέριον — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc sg προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίοις — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίους — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίων — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπέρια — προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”